- αστρονομώ
- (AM ἀστρονομῶ, -έω) [αστρονόμος]ασχολούμαι με την αστρονομίαμσν.- νεοελλ.μαντεύω το μέλλον παρατηρώντας τ' άστρανεοελλ.προσπαθώ να μαντέψω τον καιρόαρχ.παθ. «ὡς νῡν ἀστρονομεῑται» — όπως ασκείται τώρα η αστρονομία.
Dictionary of Greek. 2013.